σφυρόβολος

σφυρόβολος
σφῡρόβολος, (or [suff] σφῦρ-ον, τό), instrument of unknown use, IG42(1).110.40 (Epid., iv B.C.), 11(2).165.8 (Delos, iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφυροβόλος — ο, ΝΑ, και ως ουδ. σφυροβόλον, τὸ, Α νεοελλ. αθλητής τής σφυροβολίας αρχ. όργανο άγνωστης χρήσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • σφυροβολία — Αθλητικό αγώνισμα στο οποίο νικητής θεωρείται ο αθλητής εκείνος που θα ρίξει σε μεγαλύτερη απόσταση τη σφύρα. Αποτελεί ένα από τα τέσσερα αγωνίσματα των ρίψεων (τα υπόλοιπα είναι η σφαιροβολία, ο ακοντισμός και η δισκοβολία) και καθιερώθηκε στους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”